- μηνιγγότρωτος
- μηνιγγότρωτος, ὁ (Α)αυτός που έχει χτυπηθεί στη μήνιγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «πληγώνω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηνιγγότρωτον — μηνιγγότρωτος having an injury to the dura mater masc/fem acc sg μηνιγγότρωτος having an injury to the dura mater neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… … Dictionary of Greek